- δρομόμετρο
- τοόργανο για τη μέτρηση της ταχύτητας του πλοίου, παρκέτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δρομόμετρο — το όργανο με το οποίο μετριέται η ταχύτητα πλοίου (ή σιδηροδρόμου ή αεροπλάνου) καθώς και η απόσταση που διήνυσε σε ορισμένο χρόνο … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
δρομομέτρηση — και δρομομετρία, η η εξακρίβωση τής ταχύτητας πλοίου με το δρομόμετρο … Dictionary of Greek
δρομομετρώ — ( έω) μετρώ την ταχύτητα πλοίου με το δρομόμετρο … Dictionary of Greek
δρόμος — ο (AM δρόμος) 1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα 2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά 3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος τού πλοίου μετριέται με δρομόμετρο») 4. η απόσταση που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
θαλασσοδομέτρης — θαλασσοδομέτρης, ό (Μ) δρομόμετρο πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + οδόμετρον) … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
παρκέτα — η ναυτ. 1. ειδικό όργανο για τη μέτρηση τής ταχύτητας τού πλοίου, δρομόμετρο 2. φρ. α) «ξύλο τής παρκέτας» το δελτωτό β) «σάγουλα τής παρκέτας» το λεπτό σχοινί τού δρομόμετρου, τής παρκέτας γ) «σβίγα [ή ανέμη] τής παρκέτας» το εξέλικτρο … Dictionary of Greek